- συνεκδίδωμι
- Α [ἐκδίδωμι]1. εκδίδω κάτι μαζί με κάποιον2. παραδίδω κάτι μαζί με κάποιον3. απορρίπτω κάτι επί πλέον4. βοηθώ κάποιον να προικίσει την κόρη ή την αδελφή του («συνεκδιδόντες πενομένοις θυγατέρας», Πλούτ.)5. (αμτβ.) τελειώνω, λήγω με όμοιο τρόπο6. παθ. συνεκδίδομαι(για χρήματα) παρέχομαι ως επί πλέον δάνειο.
Dictionary of Greek. 2013.